- πρεπώδης
- -ῶδες, Ακατάλληλος, αρμόζων.επίρρ...πρεπωδῶςκατά τρόπο πρέποντα, κατάλληλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρέπω + κατάλ. -ώδης. Εντύπωση προκαλεί η παραγωγή επιθ. σε -ώδης από ρήμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρεπώδης — fit masc/fem acc pl (attic epic doric) πρεπώδης fit masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) πρεπώδης fit masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεπωδέστερον — πρεπώδης fit adverbial comp πρεπώδης fit masc acc comp sg πρεπώδης fit neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεπώδει — πρεπώδης fit masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) πρεπώδης fit masc/fem/neut dat sg πρεπώδεϊ , πρεπώδης fit dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεπώδη — πρεπώδης fit neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πρεπώδης fit masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πρεπώδης fit masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεπωδεστάτων — πρεπώδης fit fem gen superl pl πρεπώδης fit masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεπωδεστέραις — πρεπώδης fit fem dat comp pl πρεπωδεστέρᾱͅς , πρεπώδης fit fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεπωδεστέρων — πρεπώδης fit fem gen comp pl πρεπώδης fit masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεπωδεστέρως — πρεπώδης fit masc acc comp pl (doric) πρεπώδης fit comp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεπωδέστατα — πρεπώδης fit adverbial superl πρεπώδης fit neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεπωδέστατον — πρεπώδης fit masc acc superl sg πρεπώδης fit neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)